- ναυλωτικό
- τοβλ. ναυλοσύμφωνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ναυλωτικός — ή, ό (Α ναυλωτικός, ή, όν) [ναυλώ] αυτός που έχει σχέση με τη ναύλωση πλοίου ή αυτός που προορίζεται για ναύλωση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ναυλωτικό το ναυλοσύμφωνο αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ ναυλωτική (ενν. συγγραφή) η ναύλωση … Dictionary of Greek
ναυλοσύμφωνο — το έγγραφη συμφωνία ναύλωσης πλοίου, αλλ. ναυλωτήριο και ναυλωτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)